εντερογραφία

εντερογραφία
η энтерография

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εντερογραφία" в других словарях:

  • εντερογραφία — η 1. η καταμέτρηση τών περισταλτικών κινήσεων τού εντέρου με τον εντερογράφο 2. πραγματεία περί εντέρων …   Dictionary of Greek

  • εντερογραφία — η (ιατρ.) 1. η καταμέτρηση των ιδιαίτερων κινήσεων του εντέρου που γίνεται με εντερογράφο (βλ. λ.). 2. πραγματεία για τα έντερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»